Κείμενο- Τασούλα Επτακοίλη
Οι πρόγονοί του ήταν καποτάδες, έραβαν μάλλινες κάπες στο Συρράκο Ιωαννίνων. Οταν έμαθαν ότι ο Αλή Πασάς θα τους επιστράτευε για να δουλεύουν αποκλειστικά για τον ίδιο –μέσα σε κάπες μετέφεραν τότε χιόνι στο σαράι, για τη συντήρηση των τροφίμων–, έφυγαν και διασκορπίστηκαν. «Εφθασαν μέχρι το Δεσποτάτο του Μυστρά, που είχε περισσότερες ελευθερίες. Οι παππούδες μου εγκαταστάθηκαν στον κάμπο της Αρτας και έγιναν αγρότες, όπως και οι γονείς μου», λέει ο Λευτέρης Γείτονας.
Στα χωράφια θα ήταν και το δικό του πεπρωμένο αν δεν είχε αγωνιστεί για να ακολουθήσει τον δρόμο των γραμμάτων. Το καλοκαίρι του 1964, ο 82χρονος σήμερα ιδρυτής των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα, στη Βάρη, επέστρεψε στο χωριό του με το πτυχίο του δασκάλου. «Ηταν Κυριακή πρωί. Πρώτα πέρασα από την πλατεία, όπου οι άνδρες έπιναν τσίπουρα πριν από το φαγητό. Με είδε ο πατέρας μου. “Το πήρες;”. “Ναι, με άριστα”. “Αυτό δα έλειπε”, είπε με καμάρι. Συνέχισα για το σπίτι. Με το που μπήκα στην αυλή τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν, οι κότες να κακαρίζουν. Η μάνα μου ήταν στην κουζίνα, άνοιγε φύλλο για πίτα. Βγήκε στο κατώφλι. “Το πήρες, παλικάρι μου;”. “Ναι, μάνα”. “Με τι βαθμό;”. “Με άριστα!”. Τα χέρια της ήταν γεμάτα ζύμες. Τα σήκωσε προς τον ουρανό και φώναξε: “Θεέ μου, αυτός είναι πλούτος!”. Κι ας ήταν αναλφάβητη. Ετσι πορεύομαι σε όλη μου τη ζωή, με την πεποίθηση ότι πραγματικός πλούτος είναι η γνώση και η αριστεία…».
– Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
– Φτωχικά. Ημασταν έξι αδέλφια κι έπρεπε όλοι να συνεισφέρουμε για να έχουμε τα απαραίτητα: φαγητό, μάλλινα πουλόβερ και κάλτσες για τον χειμώνα. Αλλά δεν βαρυγκομούσαμε. Γαλουχηθήκαμε με την πεποίθηση ότι οι δυσκολίες είναι σμίλεμα.
– Τα «παίρνατε» τα γράμματα;
– Ναι, αλλά ο πατέρας μου, μόλις τελείωσα το δημοτικό, μου ανακοίνωσε ότι δεν θα συνέχιζα τις σπουδές μου. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου φοιτούσαν στο γυμνάσιο, στην Αρτα, και δεν μπορούσε να τρέφει τρία στόματα μακριά από το σπίτι. Αλλωστε χρειαζόταν βοήθεια στα χωράφια. Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη, όμως ήταν ανένδοτος. Εφυγα, λοιπόν, από το σπίτι. Εφτιαξα ένα γιατάκι κοντά στον Λούρο, σαν φωλιά άγριου ζώου, και κοιμόμουν εκεί. Ξυπνούσα πριν βγει ο ήλιος, έπινα νερό από το ποτάμι, έτρωγα φρούτα από τα μποστάνια της περιοχής.
– Φαντάζομαι την αγωνία των γονιών σας μέχρι να σας βρουν…
– Τρελάθηκαν! Ο πατέρας μου πήγε στην Αρτα, σίγουρος ότι είχα πιάσει δουλειά είτε σε κάποιο χάνι, από τα πολλά που τότε λειτουργούσαν ως πάρκινγκ για τα άλογα και τα βόδια των χωρικών, είτε σε κάποιο φαγάδικο. Εκεί συνάντησε ένα δάσκαλό μου, στον οποίο αφηγήθηκε όσα είχαν συμβεί. «Γιατί δεν στέλνεις τον Λευτέρη στη Βελλά;» του πρότεινε εκείνος, εξηγώντας του ότι επρόκειτο για ιεροδιδασκαλείο, την Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ιωαννίνων, στην οποία έδιναν εξετάσεις τριακόσια αγόρια κάθε χρόνο. Επαιρναν τα τριάντα, τα δεκαπέντε πρώτα με υποτροφία και, το σημαντικότερο για τη δική μας περίπτωση, δεν ζητούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Αν δεν εξασφαλιζόταν υποτροφία, τα ετήσια δίδακτρα ανέρχονταν σε 250 δραχμές. Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών ακολουθούσε επιπλέον διετής φοίτηση που εξασφάλιζε πτυχίο δασκάλου.
Εκλεισα το πρώτο ραντεβού για δουλειά σε ένα σχολείο στη διασταύρωση Ανδρου και Πατησίων. Φορούσα τρύπια παπούτσια με στρατσόχαρτα στον πάτο και το μοναδικό άσπρο πουκάμισο που είχα, δώρο ενός συγγενούς από τη Γερμανία.
– Πότε επιστρέψατε στο σπίτι;
– Την επόμενη μέρα. Αργησα να ξυπνήσω, με είδε ένας τσοπάνης να κλέβω ένα καρπούζι και ειδοποίησε τον πατέρα μου. Οταν με βρήκε στην κρυψώνα μου, ξέσπασε σε κλάματα. Μου εξήγησε για τη Βελλά. Θα έδινα εξετάσεις σε τέσσερις μέρες. Πέρασα 28ος, χωρίς υποτροφία, και δεν είχαμε το ποσό για τα δίδακτρα. Πήγα στον διευθυντή – πού βρήκα το θάρρος δεν ξέρω. «Δώστε μου την ευκαιρία, σας υπόσχομαι ότι θα είμαι από τους πρώτους και μόλις αρχίσω να εργάζομαι θα σας επιστρέψω όχι μόνο τις 250 δραχμές, αλλά και ισάριθμα βιβλία για τη σχολή», τον παρακάλεσα. Το δέχθηκε.
– Στην ιδιωτική εκπαίδευση πώς βρεθήκατε;
– Στο τελευταίο έτος μάς έφεραν εκδρομή στην Αθήνα. Τυχαία συνάντησα έναν παλιό συμμαθητή, που είχε αποφοιτήσει δύο χρόνια νωρίτερα. Ταλαιπωρημένο παιδί, ο πατέρας του μετά τον Εμφύλιο είχε φύγει για το ανατολικό μπλοκ. Μου είπε ότι εργαζόταν στην ιδιωτική εκπαίδευση γιατί σε αυτά τα σχολεία, τα ιδιωτικά, προσλαμβάνουν δασκάλους χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Το κράτησα στο μυαλό μου…
– Οπότε μετά την αποφοίτησή σας ήρθατε αμέσως στην πρωτεύουσα;
– Ναι, ζήτησα από τον πατέρα μου να δανειστεί 1.000 δραχμές από τον τοκογλύφο του χωριού, μπήκα στο λεωφορείο και βρέθηκα στο Αιγάλεω, όπου θα με φιλοξενούσε ένας εξάδελφος. Κατέβηκα στην Ομόνοια, στα δημόσια τηλέφωνα με κερματοδέκτες, και άρχισα να ξεφυλλίζω τον Χρυσό Οδηγό και να τηλεφωνώ ζητώντας δουλειά. Εκλεισα το πρώτο ραντεβού σε ένα σχολείο στη διασταύρωση Ανδρου και Πατησίων. Φορούσα τρύπια παπούτσια με στρατσόχαρτα στον πάτο για να μην με καίει η άσφαλτος και το μοναδικό άσπρο πουκάμισο που είχα, δώρο ενός συγγενούς από τη Γερμανία· το βράδυ το έπλενα, το πρωί το έβαζα ξανά, είχε γαριάσει πια. Μόλις με είδε ο ιδιοκτήτης του σχολείου, κοστουμαρισμένος και φρεσκοξυρισμένος, με αποπήρε. «Δεν είχες άλλα ρούχα να φορέσεις;» μου είπε με έντονο ύφος. Προσβλήθηκα, βούρκωσα. «Με συγχωρείτε, κύριε. Νόμιζα ότι ερχόμουν σε οίκο παιδείας και θα αξιολογούσατε τα πνευματικά μου φορτία, όχι σε οίκο ανοχής», του απάντησα. Εμεινε ενεός. «Κάτσε να κουβεντιάσουμε, βρε παιδί μου», μου πρότεινε όταν συνήλθε από το σοκ. «Αποκλείεται! Προτιμώ να πάρω δυο τάβλες με κουλούρια και να τα πουλάω για να ζήσω παρά να δουλέψω εδώ». Εφυγα. Τελικά, ο Χάρης Πάτσης, που εξέδιδε την ομώνυμη εγκυκλοπαίδεια και καταγόταν από τα μέρη μας, με έστειλε στη Σχολή Διαμαντοπούλου στο Αιγάλεω. «Αφήστε τη διεύθυνσή σας και θα σας ειδοποιήσουμε», μου είπαν.
– Επιστρέψατε στο χωριό;
– Ναι, και μάζευα βαμβάκι. Μάτωναν τα χέρια μου στο τσουβάλιασμα, δεν είχαμε και γάντια… Ενα μεσημέρι η μάνα μου μαζί με το φαγητό –μια μπουκάλα γάλα κι ένα κομμάτι ψωμί– μου έφερε ένα γράμμα. «Ερχεσθε το συντομότερον δυνατόν δι’ ανάληψιν εργασίας». Ηρθα στην Αθήνα με τις δύο αδελφές μου, για να τελειώσουν εδώ το γυμνάσιο. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε αυλή με κοινόχρηστη τουαλέτα, ψωνίζαμε από τον μπακάλη με τεφτέρι, τα καταφέραμε όμως. Η μία έγινε νηπιαγωγός, η άλλη σπούδασε στην Πάντειο. Στη συνέχεια έπιασα δουλειά στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη. Συνάδελφος ήταν η μετέπειτα σύζυγός μου Αγγελική. Σε μια κοινωνική εκδήλωση γνωρίσαμε την Καίτη Κωστέα που ήθελε να ανοίξει σχολείο αλλά δεν ήξερε πώς. Αποφασίσαμε να συνεργαστούμε. Είχαμε ένα ποσό από τη πώληση των πνευματικών δικαιωμάτων ενός πολύ επιτυχημένου οδηγού για εκθέσεις που είχαμε γράψει. Ξεκινήσαμε με 600 παιδιά, επί χούντας. Ανάμεσά τους και αυτά του Γεωργίου Σύρμου, στρατηγού των ΛΟΚ. «Θα πας τα παιδιά σου στον κομμουνιστή;» του έλεγαν. «Στον καλό δάσκαλο θα τα πάω», απαντούσε.
– Στη Βάρη πώς βρεθήκατε;
– Με ένα φίλο μου κάναμε συχνά πεζοπορία. Ξεκινούσαμε χαράματα από τη Μονή Καισαριανής, πηγαίναμε στη Βάρκιζα, πίναμε το ουζάκι μας και επιστρέφαμε με λεωφορείο. «Τι ωραίος τόπος για σχολείο!» του είπα περνώντας από εδώ, από τον Αετό· έτσι λέγεται η περιοχή γιατί μοιάζει με αετό που έχει καθίσει στην πλαγιά με τα φτερά ανοιγμένα. «Οπου και να πάμε σχολεία ονειρεύεσαι», με πείραξε. Επειτα από λίγες μέρες έμαθα ότι πωλούνταν μια έκταση σε αυτό το σημείο. Ενας άλλος φίλος μου, εφοπλιστής, μου δάνεισε χρήματα, ο αρχιτέκτων Φαίδων Κυδωνιάτης ανέλαβε τον σχεδιασμό και ο Νίκος Κάμπας (εκ των βασικών μετόχων του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ) την κατασκευή. Σε έντεκα μήνες το σχολείο ήταν έτοιμο: αν δεν είχαμε λειτουργήσει την ίδια χρονιά, τα χρέη ήταν τόσο μεγάλα που θα είχαμε βουλιάξει…
– Το σχολείο σας πραγματοποιεί εδώ και χρόνια περιβαλλοντικά προγράμματα. Πώς το αποφασίσατε;
– Από νωρίς συνειδητοποίησα ότι εξαιτίας της αποκοτιάς των ανθρώπων απειλείται το περιβάλλον, άρα και το σπίτι μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Στα σχολεία πρέπει να θεμελιώνεται η περιβαλλοντική γνώση και υπευθυνότητα. Και ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διδάξεις κάτι στα παιδιά; Το παράδειγμα και η εμπειρία. Αν με δουν στο διάλειμμα να σκύβω για να μαζέψω ένα σκουπιδάκι, θα τρέξουν να το μαζέψουν αυτά και θα διστάσουν να πετάξουν κάτι κάτω την επόμενη φορά. Σε μια έκταση που έχουμε νοικιάσει στη Νεμέα, οι μαθητές μας βλέπουν τον κύκλο της ζωής του αμπελιού: τα κλαδέματα, τα σκαψίματα, τα κορφολογήματα, το μεγάλωμα των σταφυλιών, τον τρύγο. Παίρνουν τα καλάθια τους, τρυγάνε τα ίδια κι όταν επιστρέφουμε στο σχολείο, στο πατητήρι μας, πατάμε τα σταφύλια και με τον μούστο φτιάχνονται μουστοκούλουρα που μοιράζονται σε όλους. Πώς να μην αγαπήσει ένα παιδί τη γη αν τα έχει ζήσει αυτά;».
Στο γραφείο του, πίνοντας καφέ, ο Λευτέρης Γείτονας μου μίλησε για τις «Βιβλιοδρομίες», έναν ετήσιο πανελλαδικό θεσμό, δικό του δημιούργημα, που μετράει ήδη 26 χρόνια. «Συμμετέχουν παιδιά των τριών τελευταίων τάξεων του δημοτικού που καλούνται να διαβάσουν στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς τρία λογοτεχνικά βιβλία και διαγωνίζονται, μόνα ή σε ομάδες, πάνω σε ερωτήσεις κατανόησης και επεξεργασίας του περιεχομένου τους. Είναι σανίδα σωτηρίας για τα παιδιά η επαφή με τα βιβλία. Στη Βελλά ήμουν βιβλιοθηκάριος, εκεί αγάπησα την ανάγνωση». Κάθε μέρα βρίσκεται στο σχολείο, συμμετέχει σε κάθε πτυχή της σχολικής ζωής. «Ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας;» τον ρώτησα πριν αποχαιρετιστούμε. «Να ζεις για να προσφέρεις, όχι για να σου προσφέρουν. Και να αποδεχθείς ότι είναι φυσιολογικό να αδυνατίσεις σωματικά, αλλά να μην επιτρέψεις να εξασθενήσει ποτέ η ανθρωπιά σου…».
Ακολουθήστε το 7meres.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι
Άρτα – Περιφερειακή Οδός | 26813 06897
Πρέβεζα – Μπαχούμη 11 | 26820 89799