Είναι από εκείνους τους τόπους που, καθώς τους γνωρίζεις, σε κάνουν να αισθανθείς την ανεπιτήδευτη αυθεντικότητά τους και να ανασύρεις στη μνήμη σου κομμάτια ιστορίας. Οι τόποι αυτοί γίνονται ξεχωριστοί χάρη στους ανθρώπους τους και, με τον καιρό, αλληλοτροφοδοτούνται. Αγωνιστικότητα, ηρωισμός, θάρρος και αξιοπρέπεια – αυτές είναι οι αξίες που συνθέτουν το νόημα αυτών των αδιάσπαστων τόπων.
Πολλοί, όταν αναφέρονται σε ένα από τα δύο χωριά, μιλούν και για το διπλανό, σαν να συνδέονται άρρηκτα. Άλλωστε, είναι δύο τόποι-σύμβολα με παράλληλες πορείες: κατοικήθηκαν από Βλάχους τον 14ο αιώνα, ώσπου το 1881 οι Καλαρρύτες προσαρτήθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ το Συρράκο παρέμεινε υπό τουρκική κατοχή. Αν και φαινομενικά γειτονικά, τα χωριά χωρίζονται από τη χαράδρα του Χρούσια, παραπόταμου του Άραχθου -ένα φαράγγι που αποτέλεσε και το ελληνοτουρκικό σύνορο μέχρι το 1912. Εκτός από την κοινή ιστορία, τα χωριά συνδέονται και με ένα μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι. Οδικώς, η απόσταση που τα ενώνει είναι 18 χλμ.
Ο οικισμός ορθογραφείται κανονικά «Καλαρίτες», καθώς η ονομασία του ανάγεται στο βλάχικο calar, που σημαίνει «ιππέας». Η γραφή «Καλαρρύτες» προέκυψε από εσφαλμένη συσχέτιση με το επίθετο «καλός». Οι πρόγονοί μας στόλισαν αυτή την ορεινή γωνιά, χτισμένη σε πλαγιά στα 1.200 μ., με αρχοντικά, τοξωτά γεφυράκια, βρύσες και στενά καλντερίμια. Μετά από αλλεπάλληλες στροφές και σιδερένιες γέφυρες, αφήσαμε το όχημά μας στον διαμορφωμένο χώρο, καθώς δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα μέσα στο χωριό. Από εκείνο το σημείο, η επιβλητικότητα του χωριού δεν είναι ορατή, όμως ξεδιπλώνεται μπροστά μας καθώς περιπλανιόμαστε στα δρομάκια του.
Ένα λιθόστρωτο «μπαλκόνι» με θέα στις χιονισμένες κορυφές είναι η πρώτη εικόνα που αιχμαλωτίζει η φωτογραφική μας κάμερα, και ύστερα τα κλικ γίνονται συνεχόμενα. Το χωριό είναι σχεδόν έρημο, με τους ελάχιστους κατοίκους να μας καλημερίζουν σαν να είμαστε συγχωριανοί. Διασχίζουμε τα 23 πέτρινα γεφυράκια, περνάμε μπροστά από τα στριμωγμένα σπίτια με τις στέγες από σχιστόλιθο, τα ανάγλυφα γράμματα και αριθμούς, και το έντονο γαλάζιο στα παράθυρα, μέχρι να φτάσουμε στην κεντρική πλατεία. Εκεί, θα κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα, απολαμβάνοντας λίγα κομμάτια από την αγαπημένη σοκολάτα ΙΟΝ με Στέβια, γάλακτος και αμυγδάλου. Η ηπειρωτική αύρα ακολουθεί τα βήματά μας, άλλοτε υπό τους ήχους των τρεχούμενων νερών και άλλοτε μέσα από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Στην πλατεία -την καρδιά του χωριού- κάτω από τους πλατάνους, 2-3 ντόπιοι κάθονται σε ένα γωνιακό τραπέζι με καρό τραπεζομάντηλο, απολαμβάνοντας το ουζάκι τους στο καφεπαντοπωλείο «Άκανθος», που λειτουργεί από το 1842.
Με εγκάρδια υποδοχή και τη χαρακτηριστική αμεσότητα των ανθρώπων της υπαίθρου, ακούμε με προσοχή και υπερηφάνεια όσα έχουν να μοιραστούν. Διάσημοι για το επάγγελμα του αργυροχρυσοχόου, οι Καλαρρυτινοί διακρίθηκαν στον χώρο με πρωτοτυπία και δεξιοτεχνία, γνωρίζοντας σημαντική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Ο πιο ονομαστός χρυσοχόος ήταν ο Αθανάσιος Τσιμούρης, ενώ η οικογένεια Βούλγαρη, γνωστή σήμερα ως Bvlgari, αποτελεί επίσης ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της τοπικής ιστορίας.
Στην πλατεία δεσπόζει μια μαρμάρινη στήλη με ονόματα, μέλη της Φιλικής Εταιρείας και πρωτεργάτες της επανάστασης των Καλαρρυτών. Αυτό που διαφέρει σε σχέση με άλλα ηπειρωτικά χωριά είναι η τοποθεσία της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου -χτισμένη τον 15ο αιώνα- η οποία στέκεται σε περίοπτη θέση, αντί να βρίσκεται στην πλατεία. Καθόμαστε στον κτιστό τοίχο σαν σε θεωρείο αρχαίου θεάτρου και παρατηρούμε το κεντρικό καλντερίμι πλάι στην πλατεία, όπου θα βρούμε και την πηγή που γεμίζει τα μπουκάλια μας με παγωμένο, αναζωογονητικό νερό.
Λίγες κουβέντες ήταν αρκετές για να μας πείσουν να ξεκινήσουμε το ιστορικό μονοπάτι, μια από τις ομορφότερες διαδρομές που έχουμε διανύσει, και το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης μας κυριεύει καθώς την ολοκληρώνουμε. Από την πλατεία του χωριού, συνεχίζουμε αριστερά και ένα λιθόστρωτο μονοπάτι μας οδηγεί έξω από το χωριό, ακολουθώντας την κόκκινη σήμανση του Epirus Trail, μέχρι να συναντήσουμε τον ασφαλτόδρομο. Πεζοπορούμε σε ένα ευδιάκριτο μονοπάτι, σε πλαγιά με ξεχωριστή χλωρίδα, ενώ σε ορισμένα σημεία απαιτείται προσοχή καθώς αρχίζουμε να κατηφορίζουμε την απότομη χαράδρα.
Μπροστά μας αρχίζει να εμφανίζεται το Συρράκο, γαντζωμένο στην πλαγιά του Όρους Λάκμος, μοιάζοντας να αιωρείται πάνω από τη χαράδρα. Στη βάση του, τρεχούμενα νερά ξεπηδούν από τα βράχια σε διάφορα σημεία και κυλούν σαν καταρράκτες, μαγεύοντάς μας με το θέαμά τους και αφήνοντάς μας συντριπτικά εκτεθειμένους στην ομορφιά αυτού του τόπου. Συνεχίζουμε, διασχίζοντας το μονοπάτι με τα κιγκλιδώματα, φτάνοντας στο βάθος του φαραγγιού και καταλήγοντας πάνω από τον Καλαρρύτικο ποταμό, όπου συναντούμε το μεταλλικό γεφυράκι. Από το σημείο εκείνο ξεκινά το ανηφορικό τμήμα της διαδρομής – πιο ήπιο από το προηγούμενο- και σύντομα θα φτάσουμε στην είσοδο του Συρράκου.
Tip: Η πεζοπορία διαρκεί 1:30 ώρα (3 ώρες στο σύνολο) και δεν έχει επικίνδυνα σημεία. Ωστόσο, αν έχει προηγηθεί βροχή, απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή. Ξεκινήστε το πρωί από τους Καλαρρύτες, ώστε να απολαύσετε το Συρράκο με άνεση και να εξασφαλίσετε την επιστροφή σας πριν πέσει το φως της ημέρας.
Σε αντίθεση με τους Καλαρρύτες, το Συρράκο δεν είναι εξίσου «απλωτό». Η κλίση του οικισμού είναι έντονη, καθιστώντας τη χρήση της γκλίτσας πολύτιμη. Οι τοπικοί μάστορες έχουν δημιουργήσει ένα μωσαϊκό περίτεχνων κτισμάτων, υπόδειγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Φιδωτοί δρόμοι σκαρφαλώνουν την πλαγιά και οδηγούν στις αυλές των αρχοντικών με τις τοξωτές εισόδους, τη λαξευτή τοιχοποιία και τις σχιστόπλακες στις στέγες. Όλα εναρμονίζονται με τη φύση γύρω τους με απλότητα. Στην καρδιά του χωριού, σε ένα φροντισμένο με αγάπη σημείο, βρίσκεται η κεντρική πλατεία. Οι κάτοικοι του χωριού θα μας διηγηθούν ιστορίες για το κέντρο βιοτεχνίας μάλλινων υφασμάτων και τους Συρρακιώτες εμπόρους, οι οποίοι πρόσφεραν «αυτονομία» σε αυτόν τον απομακρυσμένο τόπο, όταν ο πληθυσμός του στα χρόνια της ακμής έφτανε τους 5.000 κατοίκους.
Το σπίτι του ποιητή και καλλιτέχνη Κώστα Κρυστάλλη, ένα από τα πιο καλά διατηρημένα αρχοντικά, λειτουργεί σήμερα ως Λαογραφικό Μουσείο και Βιβλιοθήκη. Το χωριό υπήρξε επίσης πατρίδα του Γεώργιου Ζαλοκώστα, αγωνιστή του 1821 και ρομαντικού ποιητή. Ξεχωριστό κτίσμα στο χωριό είναι το εντυπωσιακό παλαιό τριώροφο σχολείο, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως ξενώνας.
Πριν συνεχίσουμε την περιήγησή μας, βρίσκουμε την ευκαιρία να τελειώσουμε την ΙΟΝ με Στέβια γάλακτος και αμυγδάλου που έχουμε φυλάξει στο σακίδιό μας. Περπατώντας στα φιδογυριστά καλντερίμια, παρατηρούμε τις λεπτομέρειες των σπιτιών χτισμένων με την τοπική πέτρα: πόρτες και παράθυρα βαμμένα σε πράσινες ή γαλάζιες αποχρώσεις, πλάκες με τη χρονολογία κατασκευής και το όνομα του ιδιοκτήτη, και μικρά κίτρινα ή κόκκινα άνθη που ξετρυπώνουν από το έδαφος.
Ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου είναι χτισμένος στο κέντρο του οικισμού, κοντά στην πηγή Γκούρα -σημείο συνάντησης για τους ντόπιους -ενώ λίγο πιο πάνω από τον οικισμό βρίσκεται ο επιβλητικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ένα από τα λίγα κτίσματα που δεν καταστράφηκαν στο ολοκαύτωμα.
Στην κεντρική πλατεία θα καθίσουμε στο πετρόκτιστο ταβερνάκι «Μη με λησμόνει», που πήρε το όνομά του από το ορεινό φυτό με τον γαλάζιο ανθό. Έχοντας μπροστά μας θέα το κοινωνικό κέντρο του χωριού και τις χιονισμένες πλαγιές στα αριστερά, δύο φλιτζάνια ελληνικού καφέ και δύο ζεστά κομμάτια από τις θρυλικές ηπειρώτικες πίτες θα μας προσφέρουν ζεστασιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Σε αυτούς τους κρυμμένους τόπους, μακριά από καθετί που μπορεί να «ξύνει» τη γνήσια παράδοσή τους, διαπιστώνει κανείς ότι η βλάχικη γλώσσα μιλιέται ακόμα με περηφάνια και σεβασμό. Γράφω για αυτούς τους τόπους με συγκίνηση, προσπαθώντας να μοιραστώ έστω και λίγο τη σημασία τους. Για μένα, με μια ψυχή που λατρεύει καθετί ανόθευτο και αληθινό, αυτοί οι τόποι έχουν το πιο ιδιαίτερο περιτύλιγμα, με την ετικέτα να γράφει: «Τα ομορφότερα χωριά της Ελλάδας».
travel.gr
Ακολουθήστε το 7meres.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι
Άρτα – Περιφερειακή Οδός | 26813 06897
Πρέβεζα – Μπαχούμη 11 | 26820 89799