
Τα δύο ωραιότερα χωριά των Τζουμέρκων είναι τόποι-σύμβολα με παράλληλες πορείες: κατοικήθηκαν από Βλάχους τον 14ο αιώνα, ώσπου το 1881 οι Καλαρρύτες προσαρτήθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ το Συρράκο παρέμεινε υπό τουρκική κατοχή. Αν και φαινομενικά γειτονικά, τα χωριά χωρίζονται από τη χαράδρα του Χρούσια, παραπόταμου του Άραχθου, ένα φαράγγι που αποτέλεσε και το ελληνοτουρκικό σύνορο μέχρι το 1912. Εκτός από την κοινή ιστορία, τα χωριά συνδέονται και με ένα μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι. Οδικώς, η απόσταση που τα ενώνει είναι 18 χλμ.
Χωριό κτηνοτρόφων, αλλά και φημισμένων ραφτάδων που έκαναν άλλοτε εμπόριο στο εξωτερικό, το Συρράκο είναι ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής, με τα πέτρινα σπίτια του κτισμένα μέσα σε ένα πανόραμα από βουνοκορφές πάνω από τη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού. Ο πρώτος οικισμός θεωρείται ότι δημιουργήθηκε τον 15ο αιώνα και το 1480, μαζί με τα άλλα ορεινά χωριά της περιοχής, το Συρράκο υποτάχτηκε στους Τούρκους, έχοντας όμως εξασφαλίσει προνομιακή φορολογική μεταχείριση που του επέτρεψε να ευημερήσει στη συνέχεια.


Η κτηνοτροφία έγινε αρχικά η κύρια ενασχόληση των κατοίκων και στα κτηνοτροφικά προϊόντα από τα δεκάδες χιλιάδες αιγοπρόβατα που έβοσκαν στις πλαγιές και τα οροπέδια, στηρίχτηκε στη συνέχεια η βιοτεχνία και το εμπόριο μάλλινων υφασμάτων. Από το 1750 και μετά οι Συρρακιώτες έμποροι κατέκλυσαν τις αγορές της Ευρώπης και δημιούργησαν ένα μεγάλο εμπορικό δίκτυο από την Ισπανία μέχρι τη Ρωσία και οι κάπες, ολόμαλλες, μαλακωμένες στις νεροτριβές και πλήρως αδιάβροχες, χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα με τη δημοφιλή προφορική παράδοση, έως και από τον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα, πριν από την εκστρατεία στη Ρωσία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο πλούτος αλλά και η μόρφωση των κατοίκων στο Συρράκο και στους Καλαρρύτες εξέπληξαν τους Ευρωπαίους περιηγητές στην Ήπειρο: «Στο Συρράκο και στους Καλαρρύτες μπορούσε κανείς να πληροφορηθεί για τις τιμές των χρηματιστηρίων των μεγαλυτέρων πόλεων της Ευρώπης. Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι μιλούσαν πολλές γλώσσες και διατηρούσαν μεγάλες βιβλιοθήκες», έγραφε τότε ο Pouqueville. Στην Επανάσταση του 1821 τα χωριά επαναστάτησαν κατά των Τούρκων και εκείνοι τα κατέστρεψαν εκ θεμελίων. Αργότερα οι κάτοικοι επέστρεψαν και τα ξαναέκτισαν. Το 1912 ήρθε η απελευθέρωση. Η Βιομηχανική Επανάσταση ωστόσο έπληξε το εμπόριο κάπας και οι έμποροι έφυγαν για τα πεδινά, όπου ασχολήθηκαν με άλλες δραστηριότητες, χωρίς όμως να ξεχάσουν ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Σταδιακά εγκαταλείφθηκαν και πολλά βοσκοτόπια, με αποτέλεσμα την παρακμή του Συρράκου, ειδικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα. Για μια ακόμη φορά όμως το Συρράκο αναγεννήθηκε, κάτι που θα διαπιστώσετε από την πρώτη στιγμή που θα το αντικρίσετε.


Κτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 1.150 μ. στους πρόποδες του Λάκμου (Περιστέρι), ανάμεσα σε πλατάνια, καρυδιές, κερασιές, κρανιές, έλατα, το Συρράκο έχει χαρακτηριστεί Παραδοσιακός Οικισμός. Ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους οι Συρρακιώτες είναι περήφανοι για τον τόπο τους είναι ότι αποτελεί τόπο καταγωγής του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, το σπίτι του οποίου έχει μετατραπεί σε μουσείο. Περπατώντας στα σοκάκια θα δείτε τους παλαιότερους κατοίκους, να βγαίνουν κρατώντας τις γκλίτσες τους από τις στενές ξύλινες πόρτες των σπιτιών για να συναντήσουν τους φίλους τους στη θολωτή βρύση Γκούρα του 1500, στο χοροστάσι, την πλατεία του χωριού. Μετά θα μπουν στις ταβέρνες για να παίξουν μαζί με τους νεότερους μπιρίμπα και δηλωτή, πίνοντας τα τσιπουράκια τους.
Κάθε γειτονιά έχει την κρήνη της και υπάρχουν δύο γεφύρια. Τα περίπου 300 διώροφα ή τριώροφα σφιχταγκαλιασμένα σπίτια, κατασκευασμένα από λαξευτή πέτρα, με στέγες από σχιστόπλακες, στέκονται άφοβα εδώ και αιώνες στις απόκρημνες πλαγιές. Είναι αμφιθεατρικά κτισμένα, όλα αναστηλωμένα και περιποιημένα. Ανήκουν, δε, μόνο σε Συρρακιώτες που τα χρησιμοποιούν ως εξοχικά. Είναι όλα απόλυτα εναρμονισμένα με το τοπίο και κάθε σπίτι είναι διαφορετικό από το άλλο, δεν υπάρχουν καν δύο ολόιδια σε όλο το χωριό.
Πάνω από την πλατεία υψώνεται ο ναός του Αγίου Νικολάου με τον οκταγωνικό τρούλο, ξανακτισμένος προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Κάνοντας βόλτες στον οικισμό θα δείτε το τριώροφο πέτρινο κτίριο του δημοτικού σχολείου που έχει μετατραπεί σε ξενώνα, την εκκλησία της Παναγίας δίπλα σε μια πετρόκτιστη βρύση, με υπέροχη θέα στο χωριό, και στα ψηλά το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Όπως θα διαπιστώσετε ακούγοντας τις συζητήσεις στις ταβέρνες, η νομαδική ζωή των κτηνοτρόφων του Συρράκου συνεχίζεται και στις μέρες μας. Παρότι ο αριθμός των κοπαδιών είναι πολύ μειωμένος σε σχέση με το παρελθόν, από τον Μάιο ως τον Νοέμβριο κάποιοι από αυτούς ζουν ακόμη στις καλύβες μέσα στους εντυπωσιακούς αλπικούς βοσκότοπους, φροντίζοντάς τα κοπάδια.


Το Συρράκο είναι πατρίδα πολλών επιφανών ανδρών, όπως ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης και ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, το πατρικό του οποίου έγινε μουσείο και βιβλιοθήκη. Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε εκεί το 1868, έφυγε κυνηγημένος από τους Τούρκους και πέθανε στην Άρτα μόλις στα 26 του χρόνια από φυματίωση, χωρίς να καταφέρει ποτέ να επιστρέψει. Στα ποιήματά του περιγράφει με ολοζώντανες εικόνες τη ζωή των Βλάχων ποιμένων. Διάσημη συλλογή ποιημάτων του είναι, μάλιστα, «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης», που ξεχειλίζει από νοσταλγία για το αγαπημένο του χωριό.
Κατά την επίσκεψή σας στο σπίτι του, που λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο, θα δείτε πώς ήταν ένα χαρακτηριστικό οίκημα του χωριού, με τις πολεμίστρες του και τη χαρακτηριστική διαρρύθμιση. Εκεί υπάρχουν προσωπικά αντικείμενα του ποιητή, μαζί με χιλιάδες άλλα που δώρισαν οι Συρρακιώτες, όπως εργαλεία και σκεύη για τυροκομία, φωτογραφίες, οικοσκευή, χειροποίητες φορεσιές από μετάξι, αυθεντικές κάπες, πίνακες ζωγραφικής και άλλα. Λειτουργεί επίσης δανειστική βιβλιοθήκη, που δημιουργήθηκε από δωρεές των χωριανών. Η προτομή του ποιητή δεσπόζει στον εξωτερικό χώρο.
Τα δύο χωριά χωρίζονται από την απόκρημνη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού και συνδέονται εδώ και αιώνες με ένα περίφημο στην κατασκευή του, μήκους περίπου 3,5 χλμ., μονοπάτι, το οποίο περνά μέσα από εξαιρετικά τοπία. Όπως θα διαπιστώσετε περπατώντας το, είναι από τα ωραιότερα και πιο ιστορικά μονοπάτια της Ελλάδας. Για να φθάσετε από το ένα χωριό στο άλλο χρειάζεστε περίπου 1,5 έως 2 ώρες (με δύο στάσεις). Υπάρχει μία πηγή κάτω από ένα πελώριο βράχο κατηφορίζοντας από το Συρράκο και άλλη μία περίπου 500 μέτρα πριν τα σπίτια των Καλαρρυτών, ενώ βέβαια υπάρχει πάντα το παγωμένο νερό του Χρούσια, παραπόταμου του Καλαρρύτικου, στο γεφύρι του οποίου θα ξεκουραστείτε και θα θαυμάσετε ένα υπέροχο καταπράσινο τοπίο. Το μονοπάτι είναι σε σημεία κάπως απότομο, ένα πραγματικό «τεστ κοπώσεως», όπως λένε στο Συρράκο, παρότι συνολικά θεωρείται διαδρομή μέτριας δυσκολίας.
Γύρω από το Συρράκο απλώνονται εντυπωσιακά οροπέδια, όπου παλαιότερα οι Συρρακιώτες έβοσκαν τα κοπάδια τους, κάτι που σε περιορισμένο βαθμό συνεχίζεται και σήμερα. Οι ντόπιοι θα σας καθοδηγήσουν ώστε να φτάσετε στο οροπέδιο του Γαλαρόκαμπου (περίπου 15 χλμ. με το αυτοκίνητο) και να απολαύσετε πραγματικά μεγαλειώδη αλπικά τοπία, χωρίς ίχνος δέντρου και με διάσπαρτες στάνες. Στη διαδρομή θα δείτε τη μικρή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, από όπου η θέα προς τα Γιάννενα και τα γύρω βουνά είναι εντυπωσιακή. Ιδανική για ανάβαση είναι η κορυφή Τσουκαρέλα (2.295 μ.), μία από τις υψηλότερες κορυφές της Πίνδου.


Είναι ένα από τα πιο αυθεντικά βλαχοχώρια της Πίνδου, με σπουδαία ιστορία και θαυμαστή αρχιτεκτονική που φωλιάζει σε υψόμετρο περίπου 1.200 μ. στις πλαγιές των Τζουμέρκων. Κυριαρχεί η γκρίζα πελεκητή πέτρα και το ξύλο, τα τραχιά καλντερίμια και τα τρεχούμενα νερά που διατρέχουν το χωριό. Η σιωπή, το μακρινό γάβγισμα ενός σκύλου, το θρόισμα των φύλλων, το κελάηδισμα των πουλιών και η βοή του Καλαρρύτικου, που ρέει ορμητικός στη χαράδρα, θα συντροφεύουν τις εξερευνήσεις σας σε αυτό το περήφανο και αυθεντικό χωριό που δεν φτιασιδώνει τις ατέλειές του. Το καμπαναριό του Αγίου Νικολάου ξεχωρίζει από παντού. Στη μικρή πλατεία παρατάσσονται τα καφενεία-ταβέρνες και από πάνω ο Άκανθος, το παντοπωλείο-ταβέρνα του φημισμένου Ναπολέοντα. Τα μικρά γεφύρια που λέγονται Μίντζα και Τουρτούρη στολίζουν τα σοκάκια, μαζί με τη θολωτή βρύση του Παράσχη και άλλες κρήνες μέσα και γύρω από τους Καλαρρύτες. Πλούτος, εμπόριο, προκοπή, όλα ανήκουν πια στο μακρινό παρελθόν. Αλλά όχι ξεχασμένο.
Τόπος καταγωγής των ιδρυτών του διάσημου οίκου κοσμημάτων Bulgari και πολλών πλούσιων αργυροχόων, οι Καλαρρύτες άνθισαν από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου και οι Καλαρρυτινοί είχαν υποκαταστήματα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Αυστρία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Φημισμένοι και για τα μάλλινα είδη ρουχισμού που παρήγαγαν, οι κάτοικοι έφτασαν κάποτε έως και τους 5.000. Τα μεγαλεία τελείωσαν όταν το χωριό κάηκε το 1821 από τους Τούρκους και οι πλούσιοι τράπηκαν σε φυγή. Άλλοι όμως δεν το έβαλαν κάτω. Από το 1840 και μετά το ξανάκτισαν, και τα χιλιάδες πρόβατα που εξέτρεφαν στα γύρω βοσκοτόπια τους εξασφάλισαν τα προς το ζην. Λιγότερο μεγαλοπρεπής σήμερα, όμως με αυθεντική ψυχή και αξιοθαύμαστη παραδοσιακή αρχιτεκτονική, είναι ένας τόπος που ανασύρει στην επιφάνεια συναισθήματα και την ανακουφιστική σκέψη ότι ο μαζικός τουρισμός δεν έχει καταφέρει ακόμη να σκαρφαλώσει μέχρι αυτές τις περήφανες βουνοκορφές της Πίνδου.
Η απότομη πλαγιά όπου είναι κτισμένο το χωριό έχει ως αποτέλεσμα τα πρώτα σπίτια στην κορυφή να απέχουν από τα τελευταία, που βρίσκονται στο χείλος της χαράδρας, περισσότερο από 500 μέτρα. Ο οικισμός συγκροτείται γύρω από την κεντρική πλατεία, που συγκεντρώνει όλες τις δραστηριότητες. Διαφοροποίηση σε σχέση με άλλα τυπικά ηπειρώτικα ορεινά χωριά είναι ότι η ενοριακή εκκλησία βρίσκεται λίγο πιο μακριά από το κέντρο του οικισμού: ο ναός του Αγίου Νικολάου κτίστηκε τον 15ο αιώνα, πυρπολήθηκε το 1821 και τα σημερινά ξυλόγλυπτα (τέμπλο, άμβωνας και δεσποτικό) κατασκευάστηκαν το 1845 από Μετσοβίτη τεχνίτη. Ο κεντρικός πολυέλαιος δημιουργήθηκε στην Τεργέστη και έγινε δωρεά από την οικογένεια Νέσση τον 19ο αιώνα. Τα δύο πλαϊνά κλίτη είναι αφιερωμένα στον Άγιο Χαράλαμπο και στους Αγίους Πάντες.
Η καλαρρυτινή κατοικία, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλον τον ηπειρώτικο χώρο, όταν ήταν διώροφη ή τριώροφη, τρίχωρη ή τετράχωρη, είχε στο ισόγειο (κατώγι) όλους τους βοηθητικούς χώρους: αποθήκες, μαγειρείο και, αρκετές φορές, την επαγγελματική στέγη με το εργαστήριο υφαντικής ή ασημουργίας. Στα κατώγια, όπου ενίοτε κυλούσαν νερά, όλα ήταν φτιαγμένα από πέτρα. Στον όροφο (ανώγι) βρίσκονταν τα δωμάτια: το χειμερινό (οντάς), με το τζάκι και πλατιά μπάσια, καλυμμένα με μάλλινα υφαντά, και το καλοκαιρινό (ο χωτζιαρές). Τα ταβάνια, όπως και το πάτωμα του ανωγιού, ήταν πάντα ξύλινα. Στα αρχοντικά υπήρχαν ροζέτες στο κέντρο του ταβανιού, συνήθως με αναπαράσταση φύλλων ακάνθου.
Η έντονη κλίση του εδάφους, που καταλήγει απότομα στη χαράδρα του Καλαρρύτικου, υποχρέωνε τους κατοίκους να κατασκευάζουν καλλιεργήσιμη γη με ξερολιθιά. Η ύδρευση εξασφαλίζεται και σήμερα από τις πηγές και είναι χαρακτηριστικός ο ήχος των νερών που τρέχουν από τις πολλές βρύσες, στεγασμένες ή όχι, φτιαγμένες από πέτρα. Καθεμιά φημίζεται για το ιδιαίτερο νερό που προσφέρει, χωνευτικό, βαρύ ή κατάλληλο για το μαγείρεμα οσπρίων. Τα νερά τρέχουν κάτω από περίπου 26 τοξωτά γεφυράκια, που ενώνονται με τα πέτρινα καλντερίμια, εξασφαλίζοντας έτσι τις μετακινήσεις των κατοίκων και τις μεταφορές.
Στο καφενείο-παντοπωλείο Άκανθος θα συναντήσετε έναν άνθρωπο σοφό και φιλόξενο που έχει συμβάλει εδώ και χρόνια στην αναβίωση του ωραίου χωριού των Καλαρρυτών. Με γνώσεις και μεγάλη εμπειρία, του αρέσει να αφηγείται ιστορίες σε όποιον καθίσει μαζί του σε ένα από τα τραπέζια με τα πλαστικά τραπεζομάντηλα και το χύμα κρασί στα ποτήρια.
Ο Ναπολέων Ζαγκλής θα σας μιλήσει για τα πάντα και θα απαντήσει σε κάθε σας ερώτηση για το σπουδαίο παρελθόν του χωριού του. Θα συζητήσει για την πολιτική, για τον εαυτό του και για ανθρώπους από όλο τον κόσμο που έχουν περάσει από το καφενείο του. Και επειδή έχει πολύ ωραία φωνή και λατρεύει το τραγούδι το μόνο σίγουρο είναι ότι αφού τελειώσει με τα σερβιρίσματα θα καθίσει μαζί σας και θα το αρχίσει.
Είναι η ορεινή διαδρομή από το Μέτσοβο προς το χωριό Χαλίκι και από εκεί στους Καλαρρύτες. Ένα υπερθέαμα θα ξετυλιχθεί μπροστά στα μάτια σας καθώς οδηγείτε στον φιδογυριστό δρόμο που ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο, προς τον «αυχένα» του Μπάρου, στα περίπου 1.900 μ., το ψηλότερο σημείο όπου φθάνει ασφαλτοστρωμένος δρόμος στην Ελλάδα. Καθώς φιδογυρίζει ο δρόμος, τα βουνά διαδέχονται το ένα το άλλο σχηματίζοντας «πτυχώσεις», οι κορυφές ανταγωνίζονται σε μεγαλείο και δεν θα χορταίνετε να τραβάτε φωτογραφίες, ειδικά αν συναντήσετε βοσκούς με τα κοπάδια και τα σκυλιά τους. Να ξέρετε, πάντως, ότι ο δρόμος κλείνει μόλις πέσει το πρώτο χιόνι και ανοίγει πάλι την άνοιξη.
Στα 5 χλμ. από τους Καλαρρύτες θα βρείτε το μονότοξο γεφύρι της Κουϊάσας, που χρονολογείται γύρω στο 1800, ονομασία που σημαίνει «σκιερό μέρος». Από εκεί, ένα σύντομο μονοπάτι οδηγεί προς τον παλιό αναστηλωμένο μύλο, ο οποίος από την άνοιξη μέχρι τον Οκτώβριο λειτουργεί ως καφέ, σερβίροντας και μεζεδάκια. Από την πίσω πλευρά του μύλου ξεκινά μια παραδεισένια διαδρομή προς τους μικρούς καταρράκτες με τα αστραφτερά πράσινα νερά και τις λιμνούλες που σχηματίζει στη ροή του ο Καλαρρύτικος.
Το μονότοξο γεφύρι της Πλάκας, πάνω από τον Άραχθο, χρονολογείται στα μέσα του 19ου αιώνα, κτίστηκε από ντόπιους μαστόρους και το άνοιγμα της καμάρας του είναι περίπου 40 μέτρα. Έχει καταρρεύσει αρκετές φορές στην ιστορία του, με πιο πρόσφατη το 2015. Ευτυχώς, αναστηλώθηκε το 2020 με συνεργασία του Υπουργείου Υποδομών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.


Κτίστηκε κατά τον 13ο αιώνα (1212) και απέχει περίπου 6,5 χλμ. από τους Καλαρρύτες. Αντικρίζοντας την φωλιασμένη μέσα σε κάθετα βράχια θα εντυπωσιαστείτε, ωστόσο δεν μπορείτε να δείτε πολλά στο εσωτερικό της, καθώς μόνο δύο χώροι είναι προσβάσιμοι. Μπορείτε, ωστόσο, να αγοράσετε εικόνες ζωγραφισμένες από σύγχρονους αγιογράφους.
Ένα καφενείο με σκιερά τραπεζάκια σας υποδέχεται καθώς μπαίνετε στα Άγναντα, που είναι κτισμένα σε υψόμετρο περίπου 650 μ., και χωρίζονται στα δύο από τον χείμαρρο Αγναντίτη. Οι συνοικίες του χωριού απλώνονται μέσα στο πράσινο και οι πηγές κελαρύζουν παντού, ενώ οι λόφοι που το περιβάλλουν είναι κατάφυτοι. Καθώς κατευθύνεστε προς την επάνω πλατεία, θα ξεχωρίσετε πολύχρωμα χαλιά, φλοκάτες και παπλώματα απλωμένα για να στεγνώσουν μετά το πλύσιμο στην αναστηλωμένη ντριστέλα (νεροτριβή).
Η διαδρομή μέσα σε ένα τοπίο με κατακόρυφους βράχους, χαράδρες, ποτάμια και ελατοδάση ως το φροντισμένο και πεντακάθαρο κεφαλοχώρι και παλιό μαστοροχώρι θα σας κόψει την ανάσα. Είναι σκαρφαλωμένο σε υψόμετρο περίπου 840 μ. στους πρόποδες της Στρογγούλας, της πιο επιβλητικής κορυφής των Τζουμέρκων, και η ίδρυσή του τοποθετείται πιθανολογικά στα μέσα του 15ου αιώνα. Το δημιούργησαν κτηνοτρόφοι από τους κοντινούς Χριστούς, και λίγο αργότερα καταδιωκόμενοι Ηπειρώτες βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή, επειδή θεωρούνταν ασφαλής λόγω της δύσκολης πρόσβασης. Τα Πράμαντα γνώρισαν ευημερία τον 17ο αιώνα χάρη στο εμπόριο. Στον αγώνα του 1821 ήταν κέντρο αρματολών και κλεφτών. Μάλιστα, από εκεί και από τους γειτονικούς Μελισσουργούς ο Καραϊσκάκης στρατολόγησε το πρώτο επαναστατικό του σώμα.


Στο επίκεντρο του οικισμού βρίσκεται η μεγάλη σκιερή πλατεία με τα τραπεζοκαθίσματα, όπου κυριαρχεί η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που έχει χαρακτηριστεί ιστορικό μνημείο. Είναι γεμάτη ταβέρνες και καφέ και από το μεγάλο λιονταρίσιο κεφάλι της βρύσης, που τη λένε Αράπη, το νερό τρέχει αέναα. Κατά την παράδοση, πήρε αυτό το όνομα επειδή εκεί καθόταν ένας Οθωμανός φοροεισπράκτορας, ο οποίος μάζευε τους φόρους υποτελείας. Στο ανηφορικό δρομάκι προς τη μικρή επάνω πλατεία υπάρχουν μαγαζιά με διάφορα προϊόντα. Τα Πράμαντα είναι το επίκεντρο αυτής της περιοχής των Τζουμέρκων και άνθρωποι από τα γύρω χωριά έρχονται εδώ για προμήθειες που δεν βρίσκουν στον τόπο τους.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Πραμαντιώτες, όπως και οι κάτοικοι των Αγνάντων, ασχολούνταν στην πλειονότητά τους με το επάγγελμα του κτίστη, με εξαιρετικές επιδόσεις, καταφέρνοντας έτσι να επιβιώσουν από τη φτώχεια που μάστιζε τον τόπο τους λόγω της περιορισμένης καλλιεργήσιμης γης. Οι μάστορες ταξίδευαν οργανωμένοι σε ομάδες ή «μπουλούκια», που σχηματίζονταν από τους πρωτομάστορες ή μπουλουκτζήδες. Έφευγαν συνήθως γύρω στο Πάσχα και έλειπαν από την άνοιξη ως και το φθινόπωρο. Έχουν αφήσει το αποτύπωμα της τέχνης τους σε σπίτια, σχολεία, γεφύρια, εκκλησίες και παραδοσιακές βρύσες.
Σε απόσταση περίπου 4 χλμ. από τα Πράμαντα, στο χωριό Καταρράκτης και σε υψόμετρο περίπου 1.300 μ., βρίσκεται ένα από τα ωραιότερα αξιοθέατα της περιοχής: οι δίδυμοι καταρράκτες, με ύψος περίπου 87 και 100 μ. Έχουν νερό από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιούνιο και συγκαταλέγονται στους ψηλότερους της Ελλάδας. Τα νερά που πηγάζουν από τις βορειοδυτικές κορυφές των Τζουμέρκων πέφτουν ορμητικά από θεόρατα κάθετα βράχια, καταλήγοντας σε χειμάρρους που ρέουν προς τον Άραχθο. Ο χώρος είναι ωραία διαμορφωμένος και λειτουργεί τουριστικό περίπτερο, όπου αξίζει να καθίσετε για καφέ. Από εκεί ξεκινά πετρόκτιστο μονοπάτι προς το σημείο θέασης.


Απέχει περίπου 3 χλμ. από τα Πράμαντα και έγινε γνωστό το 1960. Η τουριστική διαδρομή έχει μήκος περίπου 250 μ., υπάρχουν τρία επίπεδα και από το εσωτερικό του διέρχεται υπόγειος ποταμός, η βοή του οποίου θα σας συνοδεύει στη διάρκεια της επίσκεψης. Θα δείτε τον Θάλαμο του Ποταμού, τη Μεγάλη Σάλα, η οροφή της οποίας βρίσκεται σε ύψος περίπου 6 μ., τον Θάλαμο της Λευκής Λίμνης, βάθους σχεδόν 52 μέτρων, με πολύχρωμους γεωλογικούς σχηματισμούς που απαρτίζουν τη Διαδρομή του Πλούτου, καθώς και τον Θάλαμο της Ροζ Λίμνης, γεμάτο με κλιμακωτές λιθωματικές λεκάνες που δέχονται τα τρεχούμενα νερά της λίμνης. Στο τελευταίο, πολύ κατηφορικό τμήμα του σπηλαίου, η βοή από τη ροή του νερού είναι καθηλωτική.
Ιδρύθηκε στη θέση παλαιότερου μικρού ναού μεταξύ των ετών 1876 και 1878 και βρίσκεται ανάμεσα στους Μελισσουργούς και τα Πράμαντα. Το καθολικό είναι μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με τέσσερις κολώνες σε κάθε σειρά. Στο τέμπλο υπάρχουν εικόνες ιστορημένες το 1839, που μεταφέρθηκαν από τη μικρή αρχική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Το «Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, Περιστερίου και χαράδρας Αράχθου» θεσμοθετήθηκε το 2009. Απλώνεται στις ορεινές περιοχές των νομών Ιωαννίνων, Άρτας και Τρικάλων και στα όριά του περιλαμβάνονται δύο μεγάλα ορεινά συγκροτήματα: ο Λάκμος (Περιστέρι) και τα Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα). Το ανάγλυφο που χαρακτηρίζει την περιοχή, οι μεγάλες υψομετρικές διαφορές και η έντονη παρουσία του νερού έχουν δημιουργήσει πολυποίκιλους βιότοπους μεγάλης αξίας. Στα χερσαία οικοσυστήματα έχουν καταγραφεί 17 τύποι οικοτόπων, ενδημικά φυτά και πολλά σπάνια και προστατευόμενα είδη, όπως οι ορχιδέες και οι κρίνοι. Η περιοχή του Εθνικού Πάρκου είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα πουλιά και έχουν, επίσης, καταγραφεί εκατοντάδες είδη ασπονδύλων, ψαριών, αμφιβίων, ερπετών και θηλαστικών. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, παραδοσιακούς οικισμούς, πέτρινα γεφύρια και θρησκευτικά μνημεία.
Η περιοχή των Τζουμέρκων περιλαμβάνει περίπου 47 χωριά, αρκετά από τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως παραδοσιακά. Εκτός από αυτά που έχουμε αναφέρει, ξεχωρίζει το χωριό των Μελισσουργών, κοντά στα Πράμαντα, κτισμένο μέσα σε ελατοδάση και δίπλα σε τρεχούμενα νερά. Σε απόσταση περίπου δύο ωρών από εκεί βρίσκονται οι καταρράκτες Μελισσουργών, σε υψόμετρο περίπου 900 μ. και με συνολικό ύψος πτώσης που φτάνει τα 150 μ. Άλλα χωριά της περιοχής είναι το Ελληνικό, η Πλάκα, κοντά στο ομώνυμο γεφύρι, το Καλέντζι, το Κωστήτσι, τα Θεοδώριανα, το Βουλγαρέλι κ.ά.
Πηγή: travel.gr

Ακολουθήστε το 7meres.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Άρτα – Περιφερειακή Οδός | 26813 06897
Πρέβεζα – Μπαχούμη 11 | 26820 89799