Ευωδιαστοί, καταπράσινοι πορτοκαλαιώνες, ελαιώνες, ο Λούρος, ο Άραχθος και δυό μοναδικές λιμνοθάλασσες, ο κάμπος και τα Αθαμανικά Τζουμέρκα, μια ολοζώντανη πόλη, Βυζαντινά μνημεία, ένα ιστορικό γεφύρι και κάποια προϊόντα ελίτ, που παράγονται μόνον εδώ. Στην Άρτα θα πας ένα Σαββατοκύριακο αλλά δεν πρόκειται να σου φτάσει.
ΗΆρτα είναι μια ζωντανή, πανέμορφη πόλη, που συνδυάζει την ιστορία, τη γεύση, τα ξεχωριστά τοπικά προϊόντα αλλά και πολλές ωραίες εκδρομές στα περίχωρα, στα πετρόκτιστα γραφικά χωριά της Γαβριάς και του Ψαθοτοπίου, στο ορεινό Κορφοβούνι και τη λίμνη Πουρναρίου, τη Ροδαυγή με τα πλατάνια και τις καρυδιές της, τα Πιστιανά με τη μαγική θέα στα Τζουμέρκα, τη Βλαχέρνα με την Παναγία της. Έχει πλάι της και τις ομορφιές του Άραχθου, με τα 17 χιλιόμετρα του μονοπατιού της Βίδρας που αποκαλύπτουν όλη την ομορφιά της όχθης του αλλά και την απόκοσμη ομορφιά της λιμνοθάλασσας, με την ιδιαίτερη ζωή και τα πουλιά της.
Η Κορωνησία, είναι ένα μοναδικό μέρος στην Ελλάδα. Ένα μικροσκοπικό νησάκι, που συνδέεται με τη στεριά με μια ευθεία χαραγμένη λες από χάρακα, που διασχίζει αρχικά τους πορτοκαλεώνες και ύστερα τις δυό λιμνοθάλασσες, τη Λογαρού και το Τσουκαλιό. Μια πορεία ανάμεσα σε τσικνιάδες, ερωδιούς, φλαμίνκος, αγριόπαπιες και ψαρόβαρκες που κυλούν αθόρυβα πάνω στα γαλήνια νερά με τη νερένια βλάστηση. Και ύστερα, το χωριό, τριακόσιες ψυχές όλες και όλες, σπιτάκια ολάνθιστα που σκαρφαλώνουν στο λόφο, θέα του νερού από παντού. Κι όμως, εδώ θα βρεις μια από τις ιστορικότερες ταβέρνες της Ελλάδας, τη Μυρταριά ή αλλιώς, τον Πατέντα. Ξεκινώντας με 30 καρέκλες, μια μασίνα και ένα τηγάνι το 1971, ο μπαμπάς Πάνος με το φρέσκο ψάρι του και τη μαγειρική της Φρίντας, της γυναίκας του, κατάφερε να στήσει μια ταβέρνα που έχουν επισκεφτεί ο Μεγάλος Καραμανλής, ο Παπανδρέου, ο Τσίπρας, ο Σημίτης, η οικογένεια Μητσοτάκη και οι Γουλανδρήδες μεταξύ άλλων διασημοτήτων.
Σήμερα, στα χέρια των παιδιών, της Γεωργίας και του Δημοσθένη, που μεγάλωσαν σ’αυτή τη εσχατιά, η Μυρταριά, σερβίρει το νοστιμότερο τοπικό φαγητό της περιοχής. Σπιτικό αυγοτάραχο, ντόπιο καπνιστό χέλι ψημένο στο κεραμίδι, η γλυκιά, εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες ελληνικές γαρίδες, γάμπαρη του Αιτωλικού ψητή ή σε σαγανάκι με πιπεριές και ντοματούλα, ολόφρεσκος μαρινάτος γάβρος και ψητή σαρδέλα. Η μεγαλύτερη νοστιμιά, όμως, εδώ είναι ο κέφαλος που ψήνεται «γούνα» με λαδολέμονο και ρίγανη. Μια εντελώς διαφορετική γεύση που δεν θυμίζει σε τίποτα τους κέφαλους που έχεις ως τώρα δοκιμάσει. Άλλη ράτσα, λεπτή, μαγική γεύση. Στα συν, το ζυμωτό, σπιτικό ψωμί και στο τέλος, το κιτρολέμονο και το πράσινο νεραντζάκι που ακόμη φτιάχνει με τα χεράκια της η γιαγιά Φρίντα. Κορωνησία, 26810-24.021
Τέσσερις μοναδικές προσπάθειες με διεθνή απόηχο, τέσσερις επισκέψιμες μονάδες που δικαιολογούν το ταξίδι ως εδώ. Για να δοκιμάσεις τα ξεχωριστά προϊόντα τους, που παράγονται μόνον εδώ, στην πιο «γκουρμέ» γωνιά της ελληνικής παραγωγής. Πέρα από τη γεύση, αξίζει να βιώσεις την εντυπωσιακή εμπειρία των δεξαμενών με τους τεράστιους οξύρυγχους που παράγουν το χαβιάρι αλλά και τη μοναδική ιστορία των χελιών, που εδώ θα τα παρακολουθήσεις να γεννιούνται και να μεγαλώνουν.
Το χαβιάρι το έχουμε ταυτίσει με τη Ρωσσία και με το Ιράν. Όμως, δεινοί ναυτικοί, οι έλληνες από την αρχαιότητα κιόλας γνώριζαν τον οξύρρυγχο, φτάνοντας με τα καράβια τους ως τη Μαύρη θάλασσα και ήταν εξοικειωμένοι με τη συντήρηση των αυγών του ψαριού. Τη δεκαετία του 1780, ένας Έλληνας έμπορος, ο Ιωάννης Βαρβάκης μεταμόρφωσε ένα ρουστίκ ρώσσικο παρασκεύασμα σε παγκόσμιο έδεσμα για την αριστοκρατία του πλανήτη, βρίσκοντας τον τρόπο που θα το διακινούσε με ασφάλεια στα πέρατα του πλανήτη: αεροστεγώς κλεισμένο σε βαρέλια φλαμουριάς. Στα ίχνη του Βαρβάκη, η οικογένεια Παπαγιάννη, φέρνει το 1992 από το Αστραχάν τα πρώτα αυγά οξύρρυγχου και τα υποδέχεται σε έναν υδοβιότοπο 330 στρεμμάτων, στις παρυφές του Αμβρακικού.
Μια πρότυπη, καθετοποιημένη μονάδα εσωτερικής και εξωτερικής εκτροφής, φιλοξενεί πλέον στα καθάρια νερά της που ανανεώνονται φυσικά, τα τρία πολυτιμότερα είδη οξύρυγχου, ανάμεσά τους και τον ρώσο huso huso ή αλλιώς το ψάρι που δίνει το ακριβότερο χαβιάρι στον κόσμο, το beluga. Για να φτάσει στην ώριμη στιγμή του, χρειάζεται 20 χρόνια υπομονή, μέχρι να φτάσει ως και τα 900 κιλά. Αν φτάσεις ως εδώ, αξίζει να επισκεφτείς τις δεξαμενές που φιλοξενούν το εντυπωσιακό, προϊστορικό ψάρι, που σου προξενεί δέος, σαν να έρχεται από έναν προαιώνιο, προϊστορικό πλανήτη.
Η πορεία από τα αυγά ως το πρώτο βαζάκι beluga, δεν ήταν διόλου εύκολη για την οικογένεια Παπαγιάννη. Ειδικοί από τη Ρωσσία και το Αζερμπαϊτζάν επιστρατεύονται μεταφέροντας την τεχνογνωσία τους, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δύσκολη διαδικασία της εξαγωγής και επεξεργασίας των πολύτιμων αυγών, το κάθε ψάρι παρακολουθείται χωριστά με μόνιτορ, για να ανιχνευτεί η κατάλληλη στιγμή που θα δώσει τον σάκο με τα αυγά του, τα οποία στη συνέχεια αλατίζονται ελαφρά με με τη μέθοδο molassol και κλείνονται σε αριθμημένα κουτιά. Beluga, ossetra, barii, οι τρεις διασημότερες ποικιλίες χαβιαριού, παράγονται πλέον με τον πιο παραδοσιακό τρόπο και στην Ελλάδα, σε μια από τις ελάχιστες εταιρίες παραγωγής στον κόσμο που δεν χρησιμοποιούν υβρίδια, κανένα πρόσθετο και με απόλυτα χειροποίητη διαδικασία.
Ο καλύτερος τρόπος για να γευτείς τον βουτυράτο, πολύτιμο κόκκο που σκάει σαν έκρηξη θαλασσινή στον ουρανίσκο για μείνει εκεί, πλημμυρίζοντας με την επίγευσή του κάθε γευστικό σου κάλυκα, είναι να το τοποθετήσεις στην πάνω πλευρά του χεριού, ανάμεσα στον δείχτη και τον αντίχειρα, κάπου ανάμεσα στους -2 ως +2 βαθμούς και να το συνοδεύσεις με μια γουλιά σαμπάνια, βότκα ή ένα καλό ελληνικό τσίπουρο.
Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε στην ελληνική αγορά, το καπνιστό χέλι γοήτευσε κάθε εραστή της υψηλής γαστρονομίας με τη βουτυράτη υφή του που κοντράρει με το ευωδιαστό, έντονο κάπνισμά του. Ένα ιδιαίτερο έδεσμα που για χάρη του οι μεγαλύτεροι σεφ μπήκαν στον κόπο να εφεύρουν συνταγές, που ανεβάζουν το επίπεδο της ελληνικής γεύσης όπως την ξέραμε.
Αξίζει να το δοκιμάσεις σκέτο αλλά θα σου κάνει τη χάρη να αναβαθμίσει μια σαλάτα, μια μακαρονάδα, ένα πιάτο με όσπρια, ένα γκουρμέ σάντουιτς και βολικό όπως είναι, μπορεί να φτιάξει το πιο πρωτότυπο ελληνικό σούσι. Πλούσιο σε Ω λιπαρά και με μεγάλη θρεπτική αξία, είναι αγνό σαν κρίνος, δεν περιέχει συντηρητικά και η παραγωγή του γίνεται με την πιο φυσική διαχείρηση. Η μοναδική του γεύση που πάει με όλα κρύβεται πίσω από την επιτυχία των εξαγωγών, 190 τόνοι ετησίως ταξιδεύουν στα πιο fine dining τραπέζια του πλανήτη. Πίσω από την επιτυχία κρύβεται η προσπάθεια και ο μόχθος της οικογένειας του Βαγγέλη Γείτονα, που κάπου στη δεκαετία του ’80 ξεκίνησε στο Ψαθοχώρι της Άρτας την εκτροφή του χελιού anguilla anguilla, όπως είναι το επιστημονικό του όνομα. Παράξενο είδος το χέλι αν αναλογιστείς πως όλα τα χέλια του πλανήτη γεννιούνται στη θάλασσα των Σαργασσών, στο Τρίγωνο των Βερμούδων, από όπου ξεκινά το παράξενο ταξίδι των 300 ημερών, που θα τα σκορπίσει στις ακτές της Ευρώπης και της Αφρικής για να επιστρέψουν κάποτε πίσω στον τόπο τους και να αναπαραχθούν. Τα μικρά χελάκια έρχονται στο εκτροφείο αεροπορικώς και η εκτροφή τους δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Το χέλι μεγαλώνει αργά, θέλει 18 μήνες για να φθάσει τα 180 γραμμάρια. Η μονάδα εκτρέφει και χέλια που θα φθάσουν μέχρι και το 11/2 κιλό, σπάνια, ακριβή και περιζήτητη λιχουδιά στο εξωτερικό. Από τη στιγμή που αλιεύεται το χέλι, όλα γίνονται χειροποίητα και αποκλειστικά από γυναικείο χέρι, αφού στη συγκεκριμένη διαδικασία δεν θα συναντήσεις κανέναν αρσενικό. Το έμπειρο φιλετάρισμα ώστε να αξιοποιηθεί κάθε μέρος του ψαριού αφού ακόμη και το λίπος του χρησιμοποιείται στη μαγειρική. Στη συνέχεια τα φιλέτα κρεμιούνται και καπνίζονται σε καπνό από ξύλο ελιάς και οξιάς που τους χαρίζει το άρωμά της αφού πρώτα περάσουν ελάχιστα από αλάτι. Η μαγεία της χειροποίητης διαχείρισης αποτυπώνεται λες, στην πιο φινετσάτη γεύση για ένα καπνιστό ψάρι που κατάφερε να ξεπεράσει την καταγωγή του και να εισχωρήσει με πάθος στις αστεράτες κουζίνες του πλανήτη.
Το χαβιάρι ή το καπνιστό χέλι της περιοχής της Άρτας θα είχαν πολλά να χάσουν αν δεν έκαναν παρέα με το τσίπουρο της ποτοποιείας Γάτσιου, που κάπου κοντά τους, έχει την έδρα της στις όχθες του ποταμού Αράχθου. Το τσίπουρο και το ούζο δεν ήταν πάντα ευγενή ποτά ήταν όμως, τα ποτά της καρδιάς και του μεζέ, τα ποτά της ελληνικής ψυχής. Η οικογένεια Γάτσιου βρήκε τον τρόπο να τα αναβαθμίσει, να τους δώσει ταυτόχρονα την premium γεύση και ποιότητα που τους έλειπε για να κατακτήσουν τις διεθνείς αγορές. Η ιστορία της ποτοποιείας Γάτσιου ξεκινά το 1878, όταν ο Θανάσης Γάτσιος, που έχει μυηθεί στην Πόλη στα μυστικά των βοτάνων και της απόσταξης, επιστρέφει στο Συρράκο όπου ιδρύει την πρώτη ποτοποιεία της Ηπείρου. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώνεται στον κόσμο, σαρώνοντας τα ευρωπαϊκά βραβεία.
Τέταρτη γενιά πια, τα αδέλφια Γάτσιου, έχουν στη φαρέτρα τους μια ιδιόκτητη ποτοποιεία με δυνατότητα παραγωγής 6000 φιαλών την ώρα, δυό υπερσύγχρονες γραμμές εμφιάλωσης και ένα δίκτυο εξαγωγών σε 12 χώρες του εξωτερικού. Κυρίως, όμως, τη «μύτη», το «πάθος», την έμπνευση και την τεχνογνωσία που φτιάχνει ξεχωριστά αλκοόλ, όπως το τσίπουρο και το λικέρ μαστίχα με την υπέροχη συσκευασία, ένα φινετσάτο λικέρ από αγνή μαστίχα Χίου που ισορροπεί το άρωμα της μαστίχας και τη ζάχαρη, σε ένα ποτό που μπορεί να κάνει θαύματα στα κοκτέιλς μιας νέας ελληνικής γενιάς.
Ο Δημήτρης Μπίζας, από μικρός μεγάλωσε μέσα στο τσίπουρο, βλέποντας τον πατέρα του να αποστάζει και να καταπιάνεται με τα καζάνια του. Το 2022, και με την ιδιότητα πια του γεωπόνου, στήνει το πιο πρόσφατο οινοποιείο της περιοχής, στον Ανθότοπο, λίγο έξω από την Άρτα. Αφού μέσα από τη δουλειά του συνέβαλλε για χρόνια στη βελτίωση των ντόπιων καλλιεργειών, τώρα πια η γνώση και η πείρα του, επικεντρώνονται στα 10 στρέμματα του ιδιόκτητου αμπελώνα, που καλλιεργεί ροδίτη και merlot, σκοπεύοντας να επεκταθεί σε άλλα 15 στρέμματα.
Πρώτο επίτευγμα μιας προσπάθειας, φόρο τιμής στην οικογένεια και τον τόπο που τον μεγάλωσε, τρεις ετικέτες: ο Artios λευκός, ένα λεμονάτο λευκό από ροδίτη, μοσχάτο και λίγη μαλαγουζιά, το εσπεριδοειδές ροζέ από αγιωργίτικο, ροδίτη και μοσχάτο και ένα φρουτώδες και μπαχαρικό ερυθρό ερυθρό αγιωργίτικο. Η ναυαρχίδα της παραγωγής του, όμως, είναι… η Αγλαϊτσα. Ένα εξαιρετικό τσίπουρο από τα στέμφυλα του αμπελώνα, ποιοτικό, αρωματικό, ευκολόπιοτο και με μια ευφυέστατη ετικέτα που υμνεί το όνομα της συζύγου του Δημήτρη, ένα τσίπουρο που σε «κολλάει» στη γεύση του. (BIZAS WINERY, Ανθότοπος Άρτας).
cookout.gr
Ακολουθήστε το 7meres.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι
Άρτα – Περιφερειακή Οδός | 26813 06897
Πρέβεζα – Μπαχούμη 11 | 26820 89799