Πόσο πιθανό είναι το ενδεχόμενο να πούμε το νερό, νεράκι; Η λίμνη Πλαστήρα έχει χτυπήσει «κόκκινο».
Η λίμνη Δοϊράνη το ίδιο. Το νερό στο τεχνητό φράγμα του Πηνείου στη δυτική Ελλάδα έχει μειωθεί αισθητά. Δεκάδες δήμοι, κυρίως της νησιωτικής χώρας βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω έλλειψης νερού.
Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου προβλέποντας ότι τα φαινόμενα θα ενταθούν, όχι μόνο ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής, αλλά και σειρά άλλων παραγόντων τα οποία συμβαίνουν εδώ και χρόνια αλλά η ελληνική Πολιτεία δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητά τους. Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για το Κλίμα, «Κοπέρνικος», το 2024 ίσως να αποδειχθεί η θερμότερη χρονιά στα παγκόσμια χρονικά.
«Είναι άλλο πράγμα η λειψυδρία, άλλο η ξηρασία και άλλο η ανομβρία», λέει στο in o Νικήτας Μυλόπουλος, Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Διευθυντής του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων. «Το πρώτο φαινόμενο μπορεί να συμβαίνει, χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν τα άλλα δύο. Είναι ένα φαινόμενο σύνθετο που κατά κύριο λόγο έχει να κάνει με τη ζήτηση του νερού. Τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με τη φυσική προσφορά του νερού. Συμπτωματικά, αυτή την περίοδο συμβαίνουν και τα τρία και αυτό είναι πρόβλημα».
Το γεγονός ότι θα υπήρχε πρόβλημα με το νερό ήταν γνωστό εδώ και μήνες. Ο εξαιρετικά ήπιος χειμώνας και η απουσία ικανού αριθμού βροχοπτώσεων την άνοιξη οδηγούσε μαθηματικά στο συμπέρασμα ότι το καλοκαίρι θα ήταν δύσκολο.
Οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν πρόσφατα, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από από την Επιχειρησιακή Μονάδα BEYOND του ΙΑΑΔΕΤ/ΕΑΑ, στην τεχνητή λίμνη Μόρνου, στη Στερεά Ελλάδα παρατηρείται σημαντική πτώση της στάθμης νερού.
Η ίδια αποθαρρυντική εικόνα υπάρχει και στο φράγμα Αποσελέμης, στην Κρήτη. Ανησυχητική είναι και η κατάσταση στην Πικρολίμνη στο Κιλκίς στην οποία πλέον δεν υπάρχει σταγόνα νερού.
Η στάθμη της κάθε χρόνο μειωνόταν, μέχρι που το νερό εξαφανίστηκε. Κάποτε υπήρξε πόλος έλξης για τα λασπόλουτρά της, ωστόσο πλέον η ανομβρία των τελευταίων ετών την στέγνωσε.
Ίδια εικόνα, μείωσης των υδάτων, παρατηρείται και σε άλλα σημεία της χώρας, ακόμα και στη Δυτική Ελλάδα και στην Ήπειρο συγκεκριμένα που παραδοσιακά βρίσκεται συνήθως σε καλύτερη κατάσταση, καθώς οι βροχοπτώσεις που καταγράφονται εκεί είναι περισσότερες.
«Το θέμα της λειψυδρίας είναι βαθύτατα πολιτικό», λέει ο κ. Μυλόπουλος, συμπληρώνοντας πως «η υπερβολική ζήτηση νερού έχει άμεση σχέση με τη στρεβλή ανάπτυξη και το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθούμε».
Για τον ίδιο τα βασικά προβλήματα έχουν να κάνουν με τις καλλιέργειες και το νερό που χρειάζονται για να ποτιστούν, χαρακτηρίζοντας «καθόλου ορθολογική» τη συγκεκριμένη διαδικασία.
«Δεν μπορείς για παράδειγμα να ποτίζεις καλλιέργειες με τον πύραυλο μέρα μεσημέρι εν μέσω καύσωνα», εξηγεί. «Το 80% του νερού έχει χαθεί σε αυτή την περίπτωση, καθώς θα εξατμιστεί».
Άλλο ζήτημα είναι η υπερβολική κατανάλωση, όπως επίσης και η υπερβολική ζήτηση, ειδικά στα νησιά τη θερινή περίοδο.
«Ένα νησί με 3000 κατοίκους καλείται να εξυπηρετήσει με πόσιμο νερό έως και 1 εκατομμύριο επισκέπτες το καλοκαίρι. Αντιλαμβάνεστε τη διαφορά», προσθέτει ο κ. Μυλόπουλος.
Ρίχνοντας κανείς μια ματιά στους αποταμιευτήρες νερού της ΕΥΔΑΠ, διαπιστώνει ότι όντως υπάρχει θέμα μείωσης των αποθεμάτων.
Στην μέτρηση της 5ης Αυγούστου το σύνολο τους στον Εύηνο, τον Μόρνο, τον Μαραθώνα και την Υλίκη, ήταν 733.056.000 κυβικά μέτρα.
Πέρυσι, την αντίστοιχη περίοδο ήταν 990.220.000. Το 2022 την ίδια περίοδο ήταν 1.189.669.000 κυβικά μέτρα. Η μείωση σε σχέση με το 2022 αγγίζει το 35%.
«Τα προβλήματα του νερού είναι συσωρευτικά», υποστηρίζει ο κ. Μυλόπουλος. «Εδώ και τριάντα χρόνια έχουμε αρνητικά ισοζύγια στο νερό», προσθέτει και μας εξηγεί:
«Για να το πω απλά, μία από τις δουλειές μας είναι να μετράμε το νερό που μπαίνει και το νερό που βγαίνει στα σημεία που υπάρχουν αποθέματα. Οι μετρήσεις είναι ελλειμματικές και είναι εύλογο ότι ακόμα και τα νερά του υδροφόρου ορίζοντα έχουν μειωθεί.
Σκάβουμε όλο και πιο βαθιά για να βρούμε και να αντλήσουμε νερό. Τα προβλήματα ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 80, με τα αρδευτικά έργα που χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες. Αρκεί να σας πω ότι το 86% του νερού που χρησιμοποιούμε πάει σ’ αυτές».
Ζητάμε από τον κ. Μυλόπουλο να μας καταγράψει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται η έλλειψη νερού. «Πρώτος παράγοντας είναι οι αρδευτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται, εκεί πρέπει να υπάρξει σχέδιο και εξορθολογισμός.
Μπορώ να σας πω ότι δεν έχει γίνει καμία ολιστική μελέτη σχεδιασμού των καλλιεργειών που να περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες, δηλαδή τον τύπο του εδάφους, το νερό που χρειάζεται, το αν οι καλλιέργειες είναι οικονομικές, αν η χώρα έχει επάρκεια ή όχι στο προϊόν που παράγεται. Και βέβαια σημαντικός παράγοντας είναι και η κλιματική κρίση».
Σύμφωνα με τον κ. Μυλόπουλο υπάρχουν άλλοι τρόποι ποτίσματος των καλλιεργειών που είναι πιο αποδοτικοί και πιο οικονομικοί ως προς το νερό, όπως είναι η στάγδην άρδευση. Σημειώνει επίσης και τις διαρροές που υπάρχουν στο δίκτυο το οποίο σε πολλά σημεία της χώρας είναι μάλλον απαρχαιωμένο.
Με το θέμα του παλιού δικτύου αλλά και την αλόγιστη χρήση του νερού στις καλλιέργειες συμφωνεί και ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, Σπύρος Κίντζιος.
«Υπάρχει μεγάλη ανάγκη συντήρησης και εκσυγχρονισμού των υποδομών», αναφέρει, βάζοντας κι αυτός στο τραπέζι το θέμα του τρόπου με τον οποίο ασκείται η γεωργία στη χώρα μας, θίγοντας ταυτόχρονα και την υπερκατανάλωση λόγω του υπερτουρισμού, κυρίως στα νησιά.
«Ο υδροφόρος ορίζοντας έχει πέσει πάρα πολύ», μάς λέει και προσθέτει ότι «έχουμε ήδη φαινόμενα ερημοποίησης».
Σύμφωνα με τον κ. Κίντζιο το κράτος πρέπει να βασιστεί στους επιστήμονες και να πάρει μέτρα, καθώς αν συνεχιστεί η ανομβρία και τον Χειμώνα που έρχεται, τότε «τα πράγματα θα είναι δύσκολα και για τις καλλιέργειες και για τους ανθρώπους».
Βάζει και ο ίδιος θέμα αλλαγής στις καλλιεργητικές μεθόδους, αναφερόμενος στα θερμοκήπια τα οποία απαιτούν άλλου είδους παροχή ύδρευσης, περισσότερο στοχευμένη και με λιγότερες απώλειες.
«Στην Ελλάδα έχουμε περίπου 80.000 στρέμματα με θερμοκήπια, την ώρα που στην Τουρκία ξεπερνούν τις 600.000», λέει χαρακτηριστικά.
Από την εξίσωση του κ. Κίντζιου δεν λείπει φυσικά και η κλιματική αλλαγή. «Σαφέστατα και υπάρχει», σημειώνει, ενώ πέραν των καιρικών μεταβολών με τους μεγάλους σε διάρκεια καύσωνες και τα έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, αναφέρεται και στην μειωμένη απόδοση των καλλιεργειών κατά 30%, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Για τον ίδιο, τρεις πρέπει να είναι οι στόχοι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ο πρώτος έχει να κάνει με τον εξορθολογισμό του συστήματος παροχής νερού και τις επενδύσεις σε νέες μεθόδους καλλιέργειας, ο δεύτερος με τη μετάβαση στη λεγόμενη «ψηφιακή γεωργία» (εφαρμογή νέων τεχνολογιών στο πεδίο για καλύτερη απόδοση με το μικρότερο δυνατό κόστος) και ο τρίτος με τη χρησιμοποίηση περισσότερων θερμοκηπίων.
Ακολουθήστε το 7meres.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι
Άρτα – Περιφερειακή Οδός | 26813 06897
Πρέβεζα – Μπαχούμη 11 | 26820 89799